- στηλίτης
- ο, ΝΑ, θηλ. στηλίτις και στηλῑτις και σταλῑτις, -ίτιδος Α(κατά την αρχαιότητα) άτομο τού οποίου το όνομα ήταν γραμμένο πάνω σε στήλη για διασυρμό και στιγματισμό τών πράξεών τουνεοελλ.1. μοναχός που ασκητεύει πάνω σε στήλη, αλλ. στυλίτης2. στον πληθ. οι στηλίτεςδυσφημιστικός χαρακτηρισμός τών βουλευτών τού κόμματος τού Δημ. Βούλγαρη επειδή ψήφιζαν νομοσχέδια χωρίς το σώμα να έχει απαρτίααρχ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στήλη ή αυτός που είναι όμοιος με στήλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οπλ-ίτης, πολ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.